Οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες

Πολυτεχνείο

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου που άνοιξε το δρόμο για την πτώση της χούντας του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη δεν ανήκει σε κανένα κομματικό μηχανισμό.

Δεν οργανώθηκε ούτε καθοδηγήθηκε από οποιοδήποτε κόμμα αντίθετα μάλλον επίσημα η ανεπίσημα ήταν όλοι εναντίον . Ήταν η αυθόρμητη αντίδραση των παιδιών της τότε νέας γενιάς. Που πάλεψαν για την ελευθερία τους με μοναδικό όπλο την αποκοτιά της νιότης, την αφοβία έως και το ακαταλόγιστο.

Μόλις 17 ετών ήταν ο πρώτος νεκρός. Ο Διομήδης Κομνηνός πυροβολήθηκε κατάστηθα από τους φονιάδες στις 21:30 της 16ης Νοεμβρίου 1975στη γωνία Μάρνης και 3ης Σεπτεμβρίου. Λίγες ώρες αργότερα έφαγε τη σφαίρα στο λαιμό κι εξέπνευσε ο 22χρονος πατρινός σπουδαστης Γιώργος Σαμούρης.

 Μόλις 22 ετών ήταν και η Toril Engeland φοιτήτρια από το Μόλντε της Νορβηγίας.

 Δεν πρόλαβε να κλείσει τα 20 χρόνια του ο ηλεκτρολόγος Μιχάλης Μυρογιάννης που έπεσε νεκρός στη διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρη.

Ο εργάτης Νίκος Μαρκούλης σκοτώθηκε το ίδο βραδυ στην πλατεία Βάθης μόλις στα 24 χρόνια του.

Ο οικοδόμος Στέλιος Κραγιώργης μόλις 19 ετών πυροβολήθηκε θανάσιμα στην Πατησίων. Και πιο μικρός από όλους ο 16χρονος Αλέξανδρος Σπαρτίδης μαθητής που έφυγε από το γυμνάσιο στον Πειραιά για να αφήσει την τελευταία του πνοή στην Πατησίων .

Ολη η συντακτική ομάδα του www.genz.gr αφιερώνει στα παιδιά της τότε γενιάς μας, που έδωσαν τη ζωή τους για να αναπνέουμε εμείς σήμερα ελεύθερα, ένα απόσπασμα από το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του μεγάλου μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.

«Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστικὴ τὰ παιδιὰ καὶ λάβανε τὴν ἀπόφαση, ἐπειδὴ τὰ κακὰ μαντάτα πλήθαιναν στὴν πρωτεύουσα, νὰ βγοῦν ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατείες, μὲ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τους εἶχε ἀπομείνει:  

Μιὰ παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτό πουκάμισο, μὲ τὶς μαῦρες τρίχες καὶ τό σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου εἶχε κράτος κι ἐξουσία ἡ Ἄνοιξη. 

Καὶ νωρὶς ἐβγήκανε καταμπροστὰ στὸν ἥλιο, μὲ πάνου ὡς κάτου ἀπλωμένη τὴν ἀφοβιὰ σὰν σημαία, οἱ νέοι μὲ τὰ πρησμένα πόδια ποὺ τους ἔλεγαν ἀλήτες.  

Καὶ ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, και γυναῖκες, καὶ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια. 

Ὅπου ἔβλεπες ἄξαφνα στὴν ὄψη τους τόσες χαρακιές, πού `λεγες εἴχανε περάσει μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα. 

Σὰν νὰ μὴν ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλάκερη τὴ γῆ γιὰ νὰ περάσει ἡ Ἄνοιξη παρὰ μονάχα αὐτός, καὶ νά τον εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολὺ μακριά, πέρ’ ἀπ’ τὴν ἄκρη τῆς ἀπελπισίας, τὴ Γαλήνη ποὺ ἔμελλαν νὰ γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, καί οἱ ἄντρες, καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ οἱ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια. 

Καὶ περάσανε μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα. Καὶ θερίσανε πλῆθος τὰ θηρία, καὶ ἄλλους ἐμάζωξαν. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐστήσανε στὸν τοῖχο τριάντα.»