Ανεκπλήρωτος ή δειλός έρωτας;

Ανεκπλήρωτος έρωτας

Είναι τόσο σύνηθες πλέον να ακούς για έναν έρωτα που τελείωσε πριν καν αρχίσει, για έναν έρωτα που δείλιασε. Ερωτευόμαστε, ή μήπως έτσι νομίζουμε;

Στις μέρες μας κάνουμε τα εύκολα δύσκολα. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε, να εμπιστευτούμε, να αγαπήσουμε. Και κάπως έτσι έχουμε γεμίσει απωθημένα και αγάπες «ανεκπλήρωτες». Κάπως έτσι αποδεχόμαστε την ψευδαίσθηση πως είμαστε και κυρίως νιώθουμε μόνοι επειδή δεν έχουμε βρει τον κατάλληλο άνθρωπο, εκείνον που θα βασιστούμε πάνω του και θα εμπιστευτούμε με τα μάτια κλειστά. Όμως καμία αναφορά δε γίνεται στο δικό μας μερίδιο ευθυνών. Δεν αναρωτιόμαστε ποτέ αν εμείς οι ίδιοι δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε στους ανθρώπους. Αν εμείς οι ίδιοι έχουμε απλώς μάθει να τα παρατάμε εύκολα.

Σίγουρα, δεν έχουν και δε θα έχουν όλοι οι άνθρωποι που περνάνε από τη ζωή μας πάντα τις καλύτερες προθέσεις. Σίγουρα θα πιστέψουμε σε λόγια και θα βασιστούμε σε ανθρώπους που έπειτα θα αποδειχθούν αναληθείς. Όμως αν δε γνωρίσεις το ψεύτικο πως θα εκτιμήσεις το ειλικρινές;

Μένουμε μονίμως με ένα παράπονο στα χείλη, μένουμε με μια πικρία για όσα δεν προλάβαμε να ζήσουμε. Πονάμε που «δεν ήταν γραφτό». Που δε μας δόθηκε ο χρόνος, ο χώρος και η ευκαιρία να εκδηλωθούμε. Να δώσουμε υποσχέσεις που ποτέ δε θα τηρήσουμε, να πούμε μεγάλα λόγια που ύστερα θα ξεχάσουμε, να αναλωθούμε στην πιο γλυκιά ρουτίνα, μαζί. Που δε συνηθίσαμε ποτέ ο ένας τον άλλο, που «δεν έμαθα σε ποια στάση σου αρέσει να κοιμάσαι, ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό, ποιο είδος μουσικής επιλέγεις όταν σε πιάνουν οι μελαγχολίες σου, πως ξυπνάς, με νεύρα ή χαμόγελα».

Έχουμε μάθει να ρίχνουμε τις ευθύνες ο ένας στον άλλον, ίσως γιατί έτσι μειώνουμε τον πόνο και αδιαφορούμε για το γεγονός ότι την πραγματική ευθύνη την έχει η έλλειψη θάρρους και των δύο. Εξ αρχής δειλιάζουμε. Κοιτάζουμε πως θα προσπεράσουμε τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας, αντί να του πιάσουμε το χέρι και να τρέξουμε μαζί του όλο το δρόμο που απλώνεται μπροστά μας. Δύσβατο ή μη.

Αρνούμαστε να εκδηλώσουμε τα συναισθήματα μας με αποτέλεσμα ο άνθρωπος μας να μην γνωρίζει στην πραγματικότητα τίποτα. Και όμως, έπειτα, έχουμε το θράσος να τον κατηγορήσουμε που «τα παράτησε», ενώ στην πραγματικότητα έχουμε ήδη πρώτοι εμείς εγκαταλείψει ό,τι θα μπορούσε να χτιστεί.

Δεν εκφραζόμαστε, δεν διεκδικούμε, δεν κυνηγάμε όσα θέλουμε. Στεκόμαστε μονάχα και περιμένουμε να φανεί κάποιος που θα εκφράσει δίχως φόβο όσα νιώθει για εμάς, θα μας διεκδικήσει, θα μας κυνηγήσει. Το χάνουμε κάπου μεταξύ θάρρους και εγωισμού κι έπειτα το βαφτίζουμε απωθημένο. Καθημερινό φαινόμενο πια.